Αγιολογικά

Βασιλίσκος, Άγιος

Ήταν ανιψιός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος και καταγόταν από το χωριό Χουμιαλά της Αμασείας. Ο άγιος ρίχθηκε στη φυλακή από τους ειδωλολάτρες με την ελπίδα ότι με την πάροδο του χρόνου και από τις στερήσεις και κακοποιήσεις θα αρνιόταν τελικά τον Χριστό, οπότε η πράξη αυτή θα είχε αντίκτυπο και σε άλλους Χριστιανούς. Αυτός όμως είχε λάβει την αμετάτρεπτη απόφαση να πεθάνει ως Χριστιανός, έχοντας ως φωτεινό παράδειγμα τον Μεγαλομάρτυρα θείο του. Μία ημέρα ο άγιος, χάρη στην εύνοια των στρατιωτών που τον φύλαγαν, επισκέφτηκε τους οικείους του και τους παρηγόρησε, συστήνοντας τους να παραμείνουν σταθεροί στη Χριστιανική πίστη. Όταν ο ηγεμόνας Αγρίππας το έμαθε, διέταξε να του φορέσουν σιδερένια υποδήματα που έφεραν εσωτερικά καρφιά και να τον οδηγήσουν ενώπιόν του στα Κόμανα. Κατά την πορεία του, φτάνοντας στο χωριό των Δακών, οι στρατιώτες που τον συνόδευαν τον έδεσαν σε ξερό πλάτανο για να γευματίσουν. Τότε ο άγιος με την προσευχή του πέτυχε να βλαστήσει ο πλάτανος και από την ρίζα του να αναβλύσει μικρή πηγή. Αφού είδαν το θαύμα αυτό οι στρατιώτες, θαύμασαν και πίστεψαν στον Χριστό. Όταν έφθασε στα Κόμανα, ο Αγρίππας οδήγησε τον άγιο σε ειδωλολατρικό ναό, ελπίζοντας ότι το επίσημο περιβάλλον θα τον ωθούσε να θυσιάσει στα είδωλα. Με θερμή προσευχή όμως ο άγιος συνέτριψε τα είδωλα. Τότε ο Αγρίππας διέταξε να αποκεφαλιστεί και τα ιερά λείψανά του να ριχθούν σε ποταμό.