Αγιολογικά

Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης, Άγιος

Καταγόταν από την πόλη Αίνο της Θράκης. Από μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και εξαιτίας της φτώχειας του πήγε ναύτης σε ένα τούρκικο πλοίο, όπου ο πλοίαρχος τον πίεζε να δεχθεί τον μουσουλμανισμό. Κάποια νύχτα ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι της Σμύρνης, ο πλοίαρχος με την δικαιολογία ότι θέλει να πάει για κάποια υπόθεσή του στην πόλη, διέταξε τον άγιο να προπορευθεί κρατώντας φανάρι για να του φωτίζει τον δρόμο. Τον οδήγησε όμως στο τούρκικο νεκροταφείο και τον απείλησε πως αν δεν γίνει μουσουλμάνος θα τον σφάξει. Ο άγιος φοβήθηκε και είπε ότι δέχεται. Αμέσως ο πλοίαρχος τον οδήγησε στον δικαστή, όπου ομολόγησε και περιτμήθηκε αμέσως. Μετά από λίγες ημέρες αρρώστησε βαριά και φοβούμενος μήπως πεθάνει στην άρνηση του Χριστού, μόλις ανέρρωσε ζήτησε άδεια από τον πλοίαρχο και πήγε στην πατρίδα του. Μετά από λίγο καιρό επειδή πάλι κινδύνευσε να δολοφονηθεί από τον πλοίαρχο, έφυγε μετανοημένος και πήγε στο Άγιον Όρος. Εισήλθε στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου, εκάρη μοναχός και ονομάστηκε Αγαθάγγελος. Μετά από λίγο καιρό ο άγιος πήρε την απόφαση να μαρτυρήσει για τον Χριστό και αφού προετοιμάστηκε κατάλληλα, αναχώρησε από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σμύρνη, όπου δημόσια αποκήρυξε τον μουσουλμανισμό. Με εντολή του δικαστή κλείστηκε στη φυλακή. Όσοι Χριστιανοί βρέθηκαν στη φυλακή τον ευλαβούνταν ως μάρτυρα. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης, με την παράκληση του ηγουμένου Ευθυμίου, παράγγειλε σε όλους τους ιερείς και όλους τους Χριστιανούς της Σμύρνης και έκαναν θερμή δέηση υπέρ του. Κατά τη δεύτερη ανάκρισή του ο άγιος έμεινε στέρεος στην ομολογία, οπότε διατάχθηκε ο δι’ αποκεφαλισμού θάνατός του. Με φωνές και αλαλαγμούς οι δήμιοι τον οδήγησαν στο τόπο της εκτέλεσης, όπου και αποκεφαλίστηκε στις 19 Απριλίου του 1818, σε ηλικία 19 χρονών.