Γεννήθηκε στη Ζίχνη της Μακεδονίας περί το 1460. Στην πατρίδα του έμαθε τα πρώτα γράμματα κι έδειξε πως τα αγαπούσε ιδιαίτερα. Πρόκοψε και προόδευσε μελετώντας και εντρυφώντας στις ιερές γραφές και μάλιστα επιδόθηκε στην καλλιγραφία και έγινε άριστος καλλιγράφος. Κήρεται μοναχός και όταν έλαβε το αξίωμα της ιεροσύνης περιήλθε διάφορες περιοχές διδάσκοντας και ωφελώντας τους Χριστιανούς δια του λόγου και του παραδείγματος του. Γνωρίστηκε και συνδέθηκε πνευματικά με τον ενάρετο κι ευλαβή επίσκοπο Ρεντίνης
όσιο Ακάκιο, τον όποιο είχε χειροτονήσει αρχιερέα ο
άγιος Νήφων όταν ήταν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Όταν ο άγιος Νήφων ανήλθε στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, κατόπιν επιστολών που έλαβε εμπιστεύτηκε τον όσιο Θεόφιλο και τον έστειλε σε αποστολή στην Αλεξάνδρεια, το 1486, μαζί με τον όσιο Ακάκιο. Ο τότε Πατριάρχης Αλεξανδρείας Παχώμιος χάρηκε με την έλευση του οσίου και τον παρακάλεσε να παραμείνει στο Πατριαρχείο. Έτσι έπραξε ο όσιος και διορίστηκε Νοτάριος και Έξαρχος της Μεγάλης Εκκλησίας. Αλλά η φιλέρημη και φιλήσυχη ψυχή του οσίου δεν αναπαυόταν στις τιμές και τις δόξες. Καταφρόνησε τα μεγαλεία και πήγε στο Άγιον Όρος. Αρχικά βρέθηκε στην Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου, όπου έγινε υποτακτικός του Επισκόπου Μεθύμνης, ο οποίος βρισκόταν στο μοναστήρι εκείνο τον καιρό. Κατά το 1511, και μετά το θάνατο του Επισκόπου Μυθήμνης, μεταβαίνει στην Ιερά Μονή Ιβήρων, όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αντιγραφή χειρογράφων και την καλλιγραφία. Επειδή όμως ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεόκλητος τον ζητούσε και έψαχνε τρόπο να τον φέρει κοντά του ώστε να τον χειροτονήσει μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, για να αποφύγει αυτή την προαγωγή ο όσιος παραιτήθηκε της ιεροσύνης, εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός και δηλώνοντας ασθένεια και αδυναμία αποσύρθηκε το 1522 σε καλύβη, κοντά στον ενάρετο Προηγούμενο Διονύσιο Ιβηρίτη στο Κελλί του Τιμίου Προδρόμου. Από εκεί πηγαίνει στις Καρυές στη συνοδεία του Γέροντος Κυρίλλου. Επιθυμώντας όμως μεγαλύτερη ησυχία, αναχώρεί για την κοντινή ησυχαστική περιοχή της Καψάλας, που ανήκε στη μονή Παντροκράτορος. Εκεί παραλαμβάνει το κελλί του του Αγίου Βασιλείου, το οποίο ανακαινίζει. Προείδε το τέλος του, έγραψε ομολογία πίστεως, ιδιόχειρη διαθήκη, τέλεσε ευχέλαιο, ζήτησε και έδωσε συγχώρηση από όλους και σε όλους, μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και ζήτησε από τον αγαπητό και υπάκουο μαθητή του Ισαάκ να δέσει ένα σχοινί στα πόδια του και να τον σύρει στο δάσος, σε κρυφό μέρος. Τόσο μεγάλη ήταν η ταπείνωση του οσίου που δεν ήθελε να τιμάται ούτε μετά θάνατον. Ο υποτακτικός του έπραξε όπως του μήνυσε ο όσιος και απόθεσε το τίμιο λείψανο σε απόκρυφο μέρος του δάσους. Όταν κάποτε βρέθηκε, η
Ιερά Μονή Παντοκράτορος θέλησε να το κρατήσει, αλλά τελικά αποφασίσθηκε να κρατήσει το χέρι του, το όποιο υπάρχει ως σήμερα σε στάση ευλογίας, και να δοθεί το σώμα στον υποτακτικό του Ισαάκ, που το έθεσε στην Εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Από τότε ο όσιος άρχισε να μυροβλύζει.