Αγιολογικά

Ιωάννης ο Ρώσσος, Όσιος

Ο όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας περί το 1690 από γονείς ενάρετους. Στα χρόνια της βασιλείας του Πέτρου του Μεγάλου στρατεύτηκε και έλαβε μέρος στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1711. Συνελήφθη, όμως αιχμάλωτος από Τατάρους, οι οποίοι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο Οθωμανός τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε λόγω απειλών, είτε λόγω των υποσχέσεων και των υλικών αγαθών που τους προσφέρθηκαν. Ο όσιος όμως αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει. Έχοντας υπομονή στη δουλεία απέναντι στην κακομεταχείρηση από τον αφέντη του και απέναντι στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών που τον περιφρονούσαν, αποκρινόταν με παρρησία ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του οσίου, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του Οθωμανού αφέντη του, ο οποίος με τον καιρό τον συμπάθησε. Έχοντάς τον στον στάβλο για να φροντίζει τα ζώα του, ο Τούρκος και η σύζυγος του τον αγάπησαν και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελί κοντά στον αχυρώνα. Ο όσιος αρνήθηκε την προσφορά, καθώς κοιμόνταν σε μια γωνιά του στάβλου για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων. Έχοντας τον στάβλο ως ασκητήριο, κάθε νύχτα γέμιζε από τις προσευχές του και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Έχοντας ζήσει με νηστεία και προσευχή ο όσιος ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του στάβλου. Προαισθανόμενος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει και κάλεσε έναν ιερέα. Ο ιερέας φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Κατά Θεία φώτιση όμως σκέφτηκε να σκάψει ένα μήλο και να κρύψει εκεί την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο στάβλο και κοινώνησε τον όσιο. Μόλις ο όσιος έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, το 1730.