Η οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας αφού από την ηλικία αυτή διέφθειρε την παρθενία της δίχως όμως να ζητά αντίτιμο. Απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό, όχι όμως για να προσκυνήσει και η ίδια, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας του οποίου δεν έγινε κοινωνός σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Δεν διέφθειρε τους νέους μόνο, αλλά και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και τη βοήθεια της Θεοτόκου. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του ποταμού Ιορδάνη. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και πήρε τον δρόμο της προς την έρημο. Εκεί έζησε σαράντα επτά χρόνια χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο. Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο πάλεψε σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της. Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη μέχρι να διώξει τις δαιμονικές σκέψεις. Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την εγγυήτρια της ζωής της. Το ιμάτιο της σχίστηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό. Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες. Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η οσία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα. Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο ιερομόναχος
Αββάς Ζωσιμάς. Καθώς ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του, του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων. Όμως λογισμός πνευματικής υπεροψίας τον κατέλαβε και ο Κύριος, για να τον διδάξει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα, υποδεικνύοντας μάλιστα ότι θα έπρεπε να πορευθεί προς ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Εκεί υπήρχε κανόνας σύμφωνα με τον οποίον την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής. Τούτο έπραξε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθιά. Έχοντας περπατήσει επί είκοσι ημέρες, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί. Είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα για να σταματήσει και να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς σε ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη για να την κοινωνήσει. Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η οσία, για να την κοινωνήσει. Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την οσία Μαρία. Επειδή όμως αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου. Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Το επόμενο έτος, σύμφωνα με την παράκληση της οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει. Βρήκε όμως την οσία νεκρή, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.