Αγιολογικά

Παΐσιος ο Αγιορείτης, Όσιος

Γεννήθηκε από ευλαβείς γονείς στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924, λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών για την Ελλάδα. Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης τον ονόμασε Αρσένιο. Η οικογένεια του οσίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Από την ηλικία των 5 ετών έλεγε ότι ήθελε να γίνει μοναχός και, αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανἀγνωση βίων Αγίων. Έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο με την ειδικότητα του ασυρματιστή. Για το γεγονός αυτό αναφέρεται ως «Ασυρματιστής του Θεού». Ο ίδιος έλεγε ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Με τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας μεταβαίνει στο Άγιον Όρος, προς αναζήτηση της κατά Θεόν ησυχίας. Καθώς όμως η οικογένειά του βρέθηκε σε οικονομική δυσκολία, ο όσιος επέστρεψε στην Κόνιτσα για να εργαστεί ως μαραγκός. Τρία χρόνια αργότερα, το 1953 και σε ηλικία 29 ετών, επιστρέφει στην Αθωνική Πολιτεία. Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιεράς Μονή Εσφιγμένου. Στις 27 Μαρτίου του 1954 εκάρη μοναχός με το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως πόθο για ησυχία, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη. Την 12η Μαρτίου του 1956 εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα Παΐσιος. Τον Αύγουστο του 1958, υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι. Τo 1962 όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες πέρασε, ο όσιος δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Εκεί, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε για δυο χρόνια. Επιστρέφει όμως στο Άγιον Όρος το 1964 αλλά το 1966 ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας, όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση με μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιον Όρος το 1967 και πήγε στα Κατουνάκια, στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου. Στις 12 Αυγούστου 1968 ο όσιος εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού, το οποίο άφησε το 1979 για την εγκαταλελειμμένη Παναγούδα. Εκεί ο όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει το κελί του, στο οποίο έμεινε μέχρι το τέλος τη ζωής του. Μετά το 1993 παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί, λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου. Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 χειρουργήθηκε. Παρότι παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο όσιος ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει. Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες και τη Δευτέρα 11 Ιουλίου, στη γιορτή της Αγίας Ευφημίας, κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου του 1994 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.