Ο άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστόφορος καταγόταν από ημιβάρβαρη φυλή και ονομαζόταν Ρεμπρόβος, που σημαίνει αδόκιμος, αποδοκιμασμένος. Πιθανώς έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Δεκίου (249 - 251), όταν στην Αντιόχεια Επίσκοπος ήταν ο άγιος
Ιερομάρτυς Βαβύλας. Η μεταστροφή του στον Χριστό έγινε με τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αιχμάλωτος σε μάχη που διεξήγαγε το έθνος του με τα Ρωμαϊκά αυτοκρατορικά στρατεύματα. Όσο ήταν κατηχούμενος, για να ευχαριστήσει τον Χριστό, εγκαταστάθηκε σε επικίνδυνη δίοδο ποταμού και μετέφερε δωρεάν στους ώμους του όσους επιθυμούσαν να διέλθουν τον ποταμό. Μια μέρα παρουσιάστηκε ένα μικρό παιδί, το οποίο τον παρακάλεσε να το μεταφέρει στην απέναντι όχθη. Ο Ρεμπρόβος πρόθυμα το έβαλε στους ώμους του και στηριζόμενος στο ραβδί του μπήκε στον ποταμό. Όσο όμως προχωρούσε, τόσο το βάρος του παιδιού αυξανόταν, ώστε με μεγάλο κόπο κατόρθωσε να φθάσει στην απέναντι όχθη. Μόλις έφθασε στον προορισμό του, κατάκοπος είπε στο παιδί ότι και όλο τον κόσμο να σήκωνε δεν θα ήταν τόσο βαρύς. Το παιδί του απάντησε: «Μην απορείς, διότι δεν μετέφερες μόνο τον κόσμο όλο, αλλά και τον πλάστη του. Είμαι Εκείνος στην υπηρεσία του Οποίου έθεσες τις δυνάμεις σου και σε απόδειξη αυτού φύτεψε το ραβδί σου και αύριο θα έχει βλαστήσει», και αμέσως εξαφανίσθηκε. Ο Ρεμπρόβος φύτεψε την ράβδο και την επομένη την βρήκε πράγματι να έχει βλαστήσει. Μετά το περιστατικό αυτό βαπτίσθηκε Χριστιανός από τον άγιο Ιερομάρτυρα Βαβύλα, ο οποίος τον μετονόμασε σε Χριστόφορο. Κατά τη διάρκεια του διωγμού εναντίον των Χριστιανών, λίγο μετά την βάπτισή του, είδε Χριστιανούς να κακοποιούνται από τους ειδωλολάτρες. Από αγανάκτηση επενέβη και έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις. Διέφυγε τη σύλληψη χάρη στο γιγαντιαίο του παράστημα και την ηράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε όμως στον αυτοκράτορα και διατάχθηκε η σύλληψή του, την οποία ανέλαβαν διακόσιοι στρατιώτες. Αυτοί, αφού ερεύνησαν επί μακρόν σε πολλά μέρη, τον ανακάλυψαν τελικά ενώ ετοιμαζόταν να γευματίσει ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Κατάκοποι και πεινασμένοι, οι στρατιώτες ζήτησαν από τον άγιο να τους δώσει να φάνε και ως αντάλλαγμα του υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον κακομεταχειρίζονταν. Ένας από τους στρατιώτες, βλέποντας ότι εκτός από το ξερό ψωμί δεν υπήρχε άλλη τροφή, ειρωνεύτηκε τον άγιο λέγοντας ότι ευχαρίστως θα γινόταν Χριστιανός αν είχε την δύναμη να τους χορτάσει όλους με εκείνο το κομμάτι. Τότε ο άγιος, αφού γονάτισε, άρχισε να παρακαλεί τον Χριστό να πολλαπλασιάσει το κομμάτι, όπως πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους στην έρημο, για να χορτάσουν οι πεινασμένοι στρατιώτες. Η παράκληση του αγίου εισακούσθηκε και το τεμάχιο του άρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οι στρατιώτες το θαύμα, έπεσαν στα πόδια του και τον παρακαλούσαν να τους γνωρίσει καλύτερα τον Θεό του. Ο άγιος εξέθεσε με απλότητα τη Χριστιανική διδασκαλία και αφού όλοι δέχτηκαν να γίνουν Χριστιανοί, τους οδήγησε στον Επίσκοπο Αντιοχείας Βαβύλα, ο οποίος, αφού τους κατήχησε, τους βάπτισε. Όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε το γεγονός, συνέλαβε και αποκεφάλισε τους στρατιώτες, τον Χριστόφορο όμως θέλησε να μεταπείσει με υποσχέσεις και κολακείες. Όλες οι προσπάθειές του προσέκρουσαν στην επίμονη άρνηση του αγίου. Του έστειλε λοιπόν δύο διεφθαρμένες γυναίκες, την Ακυλίνα και την Καλλινίκη, ελπίζοντας ότι με τα θέλγητρά τους θα τον σαγήνευαν και θα τον παρέσυραν. Και οι δυο όμως, ακούγοντας την προτροπή του αγίου να επανέλθουν στον δρόμο της αγνότητας και της αρετής, έγιναν Χριστιανές και ομολόγησαν τον Χριστό ενώπιον του αυτοκράτορα Δεκίου. Γι' αυτό και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Στη συνέχεια ο άγιος Χριστόφορος υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και τέλος αποκεφαλίστηκε το 251.